Η Οργανοθεραπεία είναι μία θεραπευτική μέθοδος που εγγράφεται στην Ιπποκρατική παράδοση.Είναι μία φυσική μέθοδος, σταθερή στην ουσιώδη αρχή: primum non nocere. Είναι από τις βασικές θεραπευτικές, που μπορούμε σήμερα να ονομάσουμε προληπτικές.
Η μέθοδος οργανοθεραπεία σε “ενεργοποιημένες” επιθυμητές αραιώσεις, συνίσταται στην χορήγηση μικρών δόσεων ολικού οργάνου και βασίζεται στην παρατήρηση ότι, μετά την “ενεργοποιημένη” επιθυμητή αραίωση, το ζωικό όργανο ενεργεί επί του ομολόγου ανθρωπίνου τοιούτου.
Για κάθε όργανο, λοιπόν, που βρίσκεται σε κατάσταση δυσλειτουργίας, θα πρέπει να αναγράφεται το ίδιο όργανο ζώου, στις ενδεικνυόμενες ενεργοποιημένες αραιώσεις. Είναι μία από τις απόψεις της αρχής της ταυτότητος (της αυτής φύσης). Το στην πρέπουσα αραίωση όργανο του ζώου, δρα επί του ομολόγου στον άνθρωπο είτε δια διεγέρσεως είτε δι’ εξισορροπήσεως είτε δ’ αναστολής, αποκαθιστώντας έτσι την διαταραγμένη λειτουργία.
Η μικρή ποσότητα της χορηγουμένης δόσεως, δικαιολογείται από το γεγονός ότι η οργανοθεραπεία, πέρα από το να φέρει ένα υποκατάστατο σ’ ένα πάσχον όργανο, εμπλέκει και διαδικασίες του ανοσοποιητικού συστήματος και ειδικά της αυτοανοσίας.
Η έννοια των ελαχίστων δόσεων δεν πρέπει να απομακρύνει τον ιατρό. Οι σημερινές επιστημονικές εργασίες, αποδεικνύουν την δράση τέτοιων δόσεων.
Από τις εργασίες των Claude Bernard και Brown-Sequard αποκτήθηκε η γνώση των εσωτερικών εκκρίσεων των αδένων. Η φυσιολογία προχωρεί από αυτή την γνωριμία προς το γεγονός ότι από τους χυμούς των ζυμώσεων, που απεκκρίνονται για ένα όργανο, ρυθμίζονται και διεγείρονται άλλα.
Εν τούτοις η σταθμική οργανοθεραπεία η αποκαλουμένη επίσης και οποθεραπεία, δεν γνώρισε την επιστημονική της ανάπτυξη, παρά μόνον από το 1904, στην συνέχεια μετά την αποκάλυψη των ορμονών από τους Baylliss και Starling.
H Oργανοθεραπεία, με τον πάρα πάνω τρόπο (σε “ενεργοποιημένα” διαλύματα) χορήγησης, έκανε την εμφάνισή της στις αρχές του xix αιώνα χάρις στον κτηνίατρο Lux της Λειψίας.
Η μέθοδος αυτή, γι’ αυτόν τον λόγο, εισήρχετο στο πλαίσιο της ισοθεραπείας, μεθόδου που ορίζεται από την αρχή “aequalia aequalibus curantur“ τοποθετημένης επί μίας βάσεως ολίγον διαφορετικής από αυτή της ομοιοπαθητικής κατά την οποία “similia similibus curantur“.
Το όμοιο (similimum), είναι το φάρμακο του οποίου η χορήγηση σε σταθμητή δόση, προξενεί, στο υπό θεραπεία αντικείμενο, συμπτώματα όμοια προς αυτά που παρουσιάζει η υπό θεραπεία ασθένεια.Για τον Lux, η ισοθεραπεία δεν μπορεί να είναι το όμοιο, αλλά το ταυτόσημο, το απαράλλακτο (aequalium).